Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
-ή, -ό αδειαστής
1. αυτός που αναφέρεται στον αδειαστή, τον εκκενωτή
2. (συνήθως το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδειαστικά
πληρωμή, αμοιβή για εκκένωση.