ἐπικίχρημι
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
aor. I ἐπέχρησα,
A lend, τινὶ τάγματα πρὸς τὸν πόλεμον Plu.Pomp.52; ἐπιχρήσας ἑαυτὸν εἰς ἀπαλλοτρίωσιν CIG3281 (Smyrna).
German (Pape)
[Seite 949] (s. κίχρημι), dazu leihen, ἐπέχρησε Plut. Pomp. 52.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. ἐπέχρησα;
prêter en outre.
Étymologie: ἐπί, κίχρημι.
Greek Monolingual
ἐπικίχρημι (Α)
δανείζω, προσφέρω για δανεισμό («τάγματα στρατιωτῶν, ὧν ἐπέχρησε δύο Καίσαρι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κίχρημι «δανείζω»].