εντύπωση

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

η (Α ἐντύπωσις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εντυπώνω
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) κάθε αντίληψη κατ' αίσθηση που γεννιέται στην ψυχή από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και το αποτέλεσμα που ακολουθεί (συναίσθημα ή σκέψη) («μού προξένησε αλγεινή εντύπωση η διαγωγή του»)
2. ζωηρή αίσθηση, το συναίσθημα που δημιουργείται στην αντίληψη ή στη μνήμη από ένα θέαμα ή ακρόαμα («ο λόγος του έκανε εντύπωση»)
αρχ.
αποτύπωμα, χάραγμα με πίεση, εγγλυφή.