εισδίδωμι

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source

Greek Monolingual

εἰσδίδωμι (Α)
1. (για ποτάμια) εκβάλλω
2. δίνω έκθεση ή υπόμνημα
3. (για ζήτημα) φέρομαι για συζήτηση
4. προτείνω κατάλληλο πρόσωπο για κάποιο έργο
5. δίνω πληροφορίες εναντίον κάποιου
6. πληροφορώ, ειδοποιώ
7. πληρώνω.