ευγνωμοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) ευγνώμων
η αναγνώριση της ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.)
μσν.
γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς εὐγνωμοσύνης τῶν προσηκόντων αὐτῇ κέκτηται»)
μσν.-αρχ.
1. ειλικρίνεια, τιμιότητα («μὴ τὴν εὐγνωμοσύνην ἡμῶν ἀθεΐας λάβῃς ἀρχὴν καὶ συκοφαντίας» — μη χρησιμοποιήσεις την ειλικρίνειά μας για να μάς κατηγορήσεις ως άθεους και να μάς συκοφαντήσεις, Ιω. Χρυσ.)
2. αφοσίωση («ὅρα εὐγνωμοσύνην οἰκέτου
οὐδὲν ἑαυτοῡ εἶναι βούλεται, ἀλλὰ πάντα τοῡ δεσπότου», Ιω. Χρυσ.)
(αρχ)
1. επιείκεια, μετριοπάθεια
2. σωφροσύνη, σύνεση
3. μεγαλοψυχία.