ἐπιτίτθιος

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτίτθιος Medium diacritics: ἐπιτίτθιος Low diacritics: επιτίτθιος Capitals: ΕΠΙΤΙΤΘΙΟΣ
Transliteration A: epitítthios Transliteration B: epititthios Transliteration C: epititthios Beta Code: e)piti/tqios

English (LSJ)

ον,

   A at the breast, παῖς AP11.243 (Nicarch.): Subst., ὁ, a suckling, Theoc.24.54.

German (Pape)

[Seite 994] an der Mutterbrust liegend, noch saugend, παῖς, Nicarch. 15 (XI, 243); Theocr. 24, 54.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτίτθιος: -ον, ἐπιμάζιος, ἐπιμαστίδιος, «’ς τὸ βυζί», Λατ. subrumus, παῖδα λιπὼν οἴκοις ἐπιτίτθιον Ἀνθ. Π. 11. 243· ἀπολ., γαλαθηνός, Θεόκρ. 24. 53.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, τίτθη.

Greek Monolingual

ἐπιτίτθιος, -ον (Α)
1. (για βρέφη) αυτό που βρίσκεται πάνω στο στήθος, που θηλάζει, το βυζανιάρικο
2. (το αρσ. και ως ουσ.) ἐπιτίτθιος
βρέφος που ακόμη θηλάζει, βυζανιάρικο, βυζασταρούδι («ὡς εἴδοντ’ ἐπιτίτθιον Ήρακλῆα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτθός «γυναικείος μαστός»].