αέτωμα

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀέτωμα) ἀετός
η τριγωνική επίστεψη τών στενών πλευρών του αρχαίου ελληνικού ναού, η οποία σχηματίζεται από την κορνίζα της οροφής και της αμφίκλινης στέγης
αρχ.
το τρίγωνο της οροφής σπιτιού.