ζωστός

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωστός Medium diacritics: ζωστός Low diacritics: ζωστός Capitals: ΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: zōstós Transliteration B: zōstos Transliteration C: zostos Beta Code: zwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A girded, ὑπένδυμα Plu.Alex.32, cf.X.Eph.1.2, Hsch.s.v. ζῶστρα.

German (Pape)

[Seite 1145] gegürtet, umzugürten, ἐπένδυμα Plut. Al. 32.

Greek (Liddell-Scott)

ζωστός: -ή, -όν, (ζώννυμι) ἐζωσμένος, Πλούτ. Ἀλεξ. 32, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
serré autour du corps.
Étymologie: adj. verb. de ζώννυμι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ζωστός, -ή, -όν)
ο ζωσμένος («ζωστό ξίφος»)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. (στο Βυζ.) ἡ ζωστή
τίτλος και αξίωμα τών δεσποινών της βασιλικής αυλής τών οποίων έργο ήταν να ντύνουν και να καλλωπίζουν τη βασίλισσα, η κοσμήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. σε -τός του ρ. ζώννυμι που αντιστοιχεί στο αβεστ. yā-sta-, λιθ. juostas και ανάγεται σε IE iōs-tos «ζωσμένος»].