ἐνίοτε
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
Adv.
A at times, sometimes, E.Hel.1213, Ar.Pl.1125, Hp. Praec.14, etc.; ἐ. μὲν... ἐ. δὲ . . Pl.Grg.467e; ἐ. μὲν . . ἔστι δ' ὅτε . . Id.Tht.150a; ἐ . . τότε δὲ . . Id.Phlb.46e; ἐ. μὲν . . ὅτε δὲ . . Arist.Mete. 360b2.
German (Pape)
[Seite 845] einige Male, zuweilen (ἔστιν ὅτε); Eur. Hel. 1229; Ar. Plut. 1125 u. a. com.; Thuc. u. Folgde; ἐνίοτε – μέν – ἔστι δ' ὅτε Plat. Theaet. 150 a; ἐνίοτε μέν – ἐνίοτε δέ Gorg. 467 e; ἐνίοτε – τότε δέ Phil. 46 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνίοτε: (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. ἄλλοτε, ἑκάστοτε): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· ἐνίοτε μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... τότε δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. ἔνιοι.
French (Bailly abrégé)
adv.
quelquefois.
Étymologie: ἔνι, ὅτε.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἐνίοκα Ps.Archyt.Pyth.Hell.12.21; ἐνιότε Asp.in EN 20.17, Iambl.Myst.5.19
adv. algunas veces, en algunas ocasiones ἐσθλῶν κακίους ἐνίοτ' εὐτυχέστεροι en ocasiones los más humildes son más afortunados que los nobles E.Hel.1213, ἐπόεις ζημίαν ἐ. Ar.Pl.1125, ἡλικίῃ σμικροῦ ἐόντος ... δύναμις ἐ. πάμπουλυς Hp.Praec.14, ἅτερα δὲ φυσικὰ πάθεα ... ἐ. ποιέοντι ἐναντίαν ἐπιπρέπειαν Ps.Archyt.l.c., αἴρειν τὰ σύσσημα ἐ. levantar las señales de vez en cuando Aen.Tact.6.7, cf. D.21.205, PCair.Zen.362re.25 (III a.C.), Asp.l.c., Gal.3.460, 5.341, Posidon.68, Phld.Elect.8.8, Vett.Val.432.6, IEphesos 215.2 (II/III d.C.)
•en correl. ἐ. μὲν ..., ἐ. δὲ ... unas veces ..., otras ... Pl.Grg.467e, Chrysipp.Stoic.2.304.38, Iambl.l.c., ἐ. μὲν ..., ὅτε δὲ ... Arist.Mete.360b2, ἐ. ..., τότε δὲ ... Pl.Phlb.46e, ἄλλοτε ... ἐ. δὲ ... Vett.Val.72.14
•ἐ. μὲν ... ἔστι δ' ὅτε ... a veces ..., pero cuando ... Pl.Tht.150a.
Greek Monolingual
(Α ἐνίοτε) ένιοι
επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)].