ικανότητα

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source

Greek Monolingual

και ικανότη, ἡ (ΑΜ ἱκανότης) ικανός
το να έχει κάποιος τη δύναμη ή την επιτηδειότητα να κάνει κάτι, δεξιότητα
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) αξία
2. η καταλληλότητα ενός ανθρώπου για στρατιωτική, δημόσια ή άλλη υπηρεσία ως προς τη σωματική και πνευματική επάρκεια και δυνατότητα
3. (νομ.) φρ. «ικανότητα προς δικαιοπραξία» — η ικανότητα να αποκτά κάποιος δικαιώματα και να αναλαμβάνει υποχρεώσεις («ικανότητα για σύναψη γάμου»)
αρχ.
επάρκεια.