θωψ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

θώψ, -ωπός ὁ (Α)
1. ο κόλακας, αυτός που υποθάλπει ανειλικρινώς τον εγωισμό και τη ματαιοδοξία κάποιου («ἤν τε θεραπεύη τις κάρτα, ἄχθεται ἅτε θωπί» — αν κανείς τον περιποιείται πάρα πολύ, τον υποπτεύεται ως κόλακα, Ηρόδ.)
2. ως επίθ. φρ. «θῶπες λόγοι» — εγκωμιαστικά λόγια, κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεωρείται πρωταρχικός τ., από τις ελάχιστες μορφές ΙΕ ριζών που επιβίωσαν στην Ελληνική χωρίς να υποστούν μορφολογικές διαδικασίες παραγωγικής φύσεως. Αντιστοιχεί στον παρακμ. τέθηπα (< ΙΕ ρίζα dhăbh-, βλ. λ. θάμβος) και είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις μεταπτωτικής βαθμίδας -ō- ρίζας με φωνήεν --.
ΠΑΡ. θωπεύω
αρχ.
θωπικός, θώπτω.