ζάγκλη
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἡ,= sq., Nic.Al.180. II an ancient name of Sicilian Messene, from the shape of the natural mole which forms the harbour, Th.6.4, etc.
German (Pape)
[Seite 1135] ἡ, Sichel, Winzermesser, im plur., Nic. Al. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ζάγκλη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Νικ. Ἀλ. 180. ΙΙ. ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Μεσσήνης ἐκ τοῦ σχήματος τῆς φυσικῆς προκυμαίας, ἥτις σχηματίζει τὸν λιμένα.
Greek Monolingual
ζάγκλη, ἡ (Α)
1. δρεπάνι για θέρισμα
2. αρχαία ονομασία της Μεσσήνης στη Σικελία από το σχήμα της φυσικής προκυμαίας που σχηματίζει το λιμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σικελική λέξη άγνωστης προελεύσεως. Η ελληνική λ. είναι δρέπανον. Ίσως συνδέεται με λατ. falx].