ἱεροσυλία
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.