ἱεροσυλία

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλία Medium diacritics: ἱεροσυλία Low diacritics: ιεροσυλία Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: hierosylía Transliteration B: hierosylia Transliteration C: ierosylia Beta Code: i(erosuli/a

English (LSJ)

ἡ,= foreg., X.Ap.25, SIG1017.18 (Sinope, iii B.C.), etc.: pl., Pl.R.443a.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσῡλία: ἡ, = τῷ προηγ., Ξεν. Ἀπολ. 25, Πλάτ. Πολ. 443Α, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
pillage d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερόσυλος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱεροσυλία) ιερόσυλος
διαρπαγή ή κλοπή ιερών σκευών και αναθημάτων ναού, σκύλευση
νεοελλ.
μτφ. ανοσιούργημα, μεγάλη ανευλάβεια, ασεβής πράξη.