διεκδικώ
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
Greek Monolingual
(AM διεκδικῶ, -έω) εκδικώ
απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν
νεοελλ.
1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ.
2. προσπαθώ ν' αποκτήσω κάτι διαγωνιζόμενος με άλλους («πολλοί διεκδικούν την προεδρία»)
αρχ.-μσν.
1. εκδικούμαι, τιμωρώ
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι.