διεκδικώ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek Monolingual

(AM διεκδικῶ, -έω) εκδικώ
απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν
νεοελλ.
1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ.
2. προσπαθώ ν' αποκτήσω κάτι διαγωνιζόμενος με άλλους («πολλοί διεκδικούν την προεδρία»)
αρχ.-μσν.
1. εκδικούμαι, τιμωρώ
2. προστατεύω, υπερασπίζομαι.