ἱστοβοεύς

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοβοεύς Medium diacritics: ἱστοβοεύς Low diacritics: ιστοβοεύς Capitals: ΙΣΤΟΒΟΕΥΣ
Transliteration A: histoboeús Transliteration B: histoboeus Transliteration C: istovoeys Beta Code: i(stoboeu/s

English (LSJ)

έως, Ion. ῆος, ὁ,

   A plough-tree or pole, Hes.Op.435, cf. A.R.3.1318: prov., ἱστοβοῆι γέροντι νέην ποτίβαλλε κορώνην put a new tip on the old plough, of an old man marrying a young wife, Orac. ap. Paus.9.37.4.—Acc. ἱστοβόην, prob. f.l. for ἱστοβοῆ, AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1270] ὁ, Pflugbaum, Pflugdeichsel; Hes. O. 437; Ap. Rh. 3, 1318; ἱστοβοῆϊ γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, an den alten Pflugbaum füge einen neuen Knopf, den Alten laß ein junges Mädchen heirathen, Orak. bei Euseb., s. Valck. diatr. p. 275.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοβοεύς: έως, Ἰων. ῆος, ὁ, τὸ πρὸς τὸν ζυγὸν μέρος τοῦ ῥυμοῦ, πρὸς δὲ τὸ ἀντίθετον μέρος ὁ ἱστοβοεὺς συνάπτεται μετὰ τοῦ γύου, ὁ ἱστοβοεὺς δὲ καὶ ὁ γύης ἀποτελοῦσιν ὁμοῦ τὸν ῥυμόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 433, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1318· ἴδε Π. Γενναδίου «τὸ νέον Κυπριακὸν ἄροτρον» σ. 4 καὶ 11 ἐν Λευκωσίᾳ 1899· - παροιμ., ἱστοβοῆι γέροντι νέαν ποτίβαλλε κορώνην, εἰς παλαιὸν ἱστοβοέα ἔβαλε νέαν κορώνην, κοινῶς «κορωνίδι» (κορῶναι δὲ λέγονται τὰ ξυλάρια τὰ ἐμπεπηγμένα εἰς τὴν ἔξω ἄκραν τοῦ ἱστοβοέως, ἐπὶ τῶν ὁποίων δένεται ὁ ζυγός)· ἡ δὲ παροιμία ἐπὶ γέροντος νυμφευομένου νέαν γυναῖκα, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 225D· - αἰτ. ἱστοβόην, πιθαν. ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἱστοβοῆ, Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

οέως, ion. οῆος (ὁ) :
timon de la charrue.
Étymologie: ἱστός, βοῦς.

Greek Monolingual

ο (Α ἱστοβοεύς)
ο ρυμός του αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. -εύς].