ἰωχμός
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,= ἰωκή, ἦλθον ἀν' ἰωχμόν through
A the rout, Il.8.89,158; ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes.Th.683, cf. Theoc.25.279.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poursuite dans un combat, mêlée.
Étymologie: R. Δjακ, poursuivre ; cf. διώκω.
English (Autenrieth)
=ἰωκή, Il. 8.89 and 158.
Greek Monolingual
ἰωχμός, ὁ (Α)
ιωκή, καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωκ-σμός, με σίγηση του -σ-και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλο-χμός, ρω-χμός). Η μακρότητα του αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].