ἰσουργός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσουργός Medium diacritics: ἰσουργός Low diacritics: ισουργός Capitals: ΙΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: isourgós Transliteration B: isourgos Transliteration C: isourgos Beta Code: i)sourgo/s

English (LSJ)

όν, (ἔργον)

   A doing like things, Phot.

German (Pape)

[Seite 1268] gleichthuend, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσουργός: όν (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος ὅμοια πράγματα, ἔχων ὁμοίαν δύναμιν, Δίδ. Ἀλ. 804C, Κύριλλ. Ἀλ. Ι. 165Β, Χ. 17C. ― οὐσιαστ. ἰσουργία, ἡ, Κυρίλλου ἅπαντα τόμ. 1, σ. 361C.

Greek Monolingual

ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].