ελαίωση

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

η (Α ἐλαίωσις)
νεοελλ.
1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα
2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο του πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση του καιρού
αρχ.
1. θεραπεία με λάδι
2. (αλχημ.) μετατροπή της συστάσεως ενός σώματος σε ελαιώδη.