καλαμητόμος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμητόμος Medium diacritics: καλαμητόμος Low diacritics: καλαμητόμος Capitals: ΚΑΛΑΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kalamētómos Transliteration B: kalamētomos Transliteration C: kalamitomos Beta Code: kalamhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A cutting stalks, reaping, ἅρπη A.R.4.987.

German (Pape)

[Seite 1306] Halme abschneidend, mähend, An. Rh. 4, 986.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui coupe le chaume, qui moissonne.
Étymologie: καλάμη, τέμνω.

Greek Monolingual

καλαμητόμος, -ον (Α)
αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι του σταριού, θεριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος, υλο-τόμος.