δεμάτι

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

και δεμάτιο, το (AM δεμάτιον, Μ και δεμάτιν)
δέμα, δέσμη κυρίως από κλαδιά, στάχυα ή άχυρα, μικρό δέμα
νεοελλ.
1. οικογένεια σαπρόφυτων μυκήτων
2. ομάδα από μυϊκές ή νευρικές ίνες, παράλληλα και πυκνά συνταγμένες
3. (παροιμία) «και συ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι»
α) στη δυστροπία σου θα αντιτάξω τη δική μου
β) δεινά επιφυλάσσει η τύχη τόσο σε σένα όσο και σε μένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δέμα.