έμμεσος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμεσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου
νεοελλ.
1. «έμμεση βολή» — βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο
2. «έμμεσοι φόροι» — οι φόροι που επιβάλλονται όχι απ' ευθείας σε φορολογουμένους αλλά με δασμούς σε ορισμένα είδη
3. «έμμεσο αντικείμενο» — ο όρος που συμπληρώνει έμμεσα την έννοια του ρήματος
αρχ.
1. ενδιάμεσος, αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους
2. ο μεσολαβητής.