καμπυλόεις
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. for
A καμπύλος, ἴτυς AP6.28 (Jul.Aegypt.).
German (Pape)
[Seite 1319] εσσα, εν, = καμπύλος, ἴτυς ἀγκίστρων Iul. Aeg. 6 (VI, 28).
Greek (Liddell-Scott)
καμπῠλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ καμπύλος, καμπυλόεσσαν ἴτυν Ἀνθ. Π. 6. 28.
Greek Monolingual
καμπυλόεις, -εσσα, -εν (Α)
(ποιητ. τ.) καμπυλοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -όεις (πρβλ. ιμερ-όεις, υαλ-όεις)].