καταῖθυξ
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
German (Pape)
[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.
Greek Monolingual
καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].