καταῖθυξ

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

German (Pape)

[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.

Greek Monolingual

καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῑθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].