καταῖθυξ

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταῖθυξ Medium diacritics: καταῖθυξ Low diacritics: καταίθυξ Capitals: ΚΑΤΑΙΘΥΞ
Transliteration A: kataîthyx Transliteration B: kataithyx Transliteration C: kataithyks Beta Code: katai=quc

English (LSJ)

v. καταιθύσσω.

German (Pape)

[Seite 1350] nach Hesych. ὄμβρος ὁ καταιθύσσων.

Greek Monolingual

καταίθυξ (Α)
1. ορμητικός
2. φρ. «καταῖθυξ ὄμβρος» — ραγδαία βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < κατ-αιθύσσω].