καταμέλλω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμέλλω Medium diacritics: καταμέλλω Low diacritics: καταμέλλω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΛΛΩ
Transliteration A: kataméllō Transliteration B: katamellō Transliteration C: katamello Beta Code: katame/llw

English (LSJ)

   A procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.

German (Pape)

[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2˙ ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.

Greek Monolingual

καταμέλλω (Α)
(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].