κατακάθομαι
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
και κατακάθημαι και κατακάθουμαι
1. κατέρχομαι λόγω του βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό
2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω
3. (για υγρά) κατασταλάζω
4. μτφ. καταλαγιάζω, ηρεμώ.