ἐπιδιατρίβω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδιατρίβω Medium diacritics: ἐπιδιατρίβω Low diacritics: επιδιατρίβω Capitals: ΕΠΙΔΙΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: epidiatríbō Transliteration B: epidiatribō Transliteration C: epidiatrivo Beta Code: e)pidiatri/bw

English (LSJ)

[ρῑ],

   A spend time on, χρόνον τῇ γεύσει Thphr.Od.11; spend, ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete.371a23.

German (Pape)

[Seite 937] dabei verweilen, Arist. meteor. 3, 1; τινί; Theophr. u. Sp.

Greek Monolingual

ἐπιδιατρίβω (Α)
παραμένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («έπιδιατρίβειν τῷ τόπῳ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τρίβω «μένω»].