καύσος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (ΑΜ καῡσος) καίω
1. μεγάλη ζέστη, κάψα, καύσωνας
2. η θερμότητα από τον πυρετό.
3. ζωολ. γένος δηλητηριωδών φιδιών της οικογένειας Viperidae
νεοελλ.
(παθολ.) δυσάρεστο αίσθημα θερμότητας, που προκαλεί πύρωση και αποτελεί σύμπτωμα ορισμένων παθήσεων, καούρα
αρχ.
1. χολώδης διαλείπων πυρετός, ενδημικός στην Ανατολή («πυρέσσουσι καύσῳ», Αριστοτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ηφαιστειώδης χώρα.———————— (II)
καῡσος, τὸ (Α)
μεγάλη ηλιακή θερμότητα, καύσωνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καῡσος, , με αλλαγή γένους].