κλινοπετής

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοπετής Medium diacritics: κλινοπετής Low diacritics: κλινοπετής Capitals: ΚΛΙΝΟΠΕΤΗΣ
Transliteration A: klinopetḗs Transliteration B: klinopetēs Transliteration C: klinopetis Beta Code: klinopeth/s

English (LSJ)

ές,

   A bed-ridden, Hp.Morb.1.14, X.HG5.4.58, etc.

German (Pape)

[Seite 1454] ές (aufs Bett fallend), bettlägerig; Xen. Hell. 5, 4, 58; Hippocr. u. Sp., wie D. Hal. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπετής: -ές, κατάκοιτος, κλινήρης, Ἱππ. 451. 21, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, κτλ. ― Οὐσ. κλινοπέτεια, Νεόφυτ. ἐν Cod. Reg. 1189, fol. 140a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
alité, malade.
Étymologie: κλίνη, πίπτω.

Greek Monolingual

κλινοπετής, -ές (AM)
κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι' άρρωστίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ-πετής, ουρανο-πετής)].