Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίσθος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσθος Medium diacritics: κίσθος Low diacritics: κίσθος Capitals: ΚΙΣΘΟΣ
Transliteration A: kísthos Transliteration B: kisthos Transliteration C: kisthos Beta Code: ki/sqos

English (LSJ)

(Dsc. (v. infr.), Hsch.) or κισθός, ὁ,

   A rock-rose, Eup.14.5, Mnesim.4.63 (anap.), prob.l.for κισσός in Thphr.HP6.1.4, 6.2.1,2; κ. ἄρρην, = Cistus villosus, κ. θῆλυς, = C. salvifolius, Dsc.1.97: κίστος, Hp.Liqu.5, Gal.12.27:—Dsc.l.c.sq. distinguishes the species κίσθαρος or κίσσαρος from λῆδον, cf. Gal.12.28.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισθός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κίσθος: ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς θάμνος φέρων ἄνθη, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ κίστος, Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ κίσσαρος τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciste, plante.
Étymologie: DELG prob. emprunt d’origine inconnue.

Greek Monolingual

κίσθος και κισθός, ὁ (Α)
ο μικρός θάμνος κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].