εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
εὐκύμαντος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που κυμαίνεται, που κυματίζει εύκολα
2. μτφ. αυτός που αναπηδά όπως το κύμα, ο βίαιος, ο ισχυρός («εὐκύμαντον εἰς θυμόν», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κυμαντος (< κυμαίνω)
πρβλ. α-κύμαντος].