αποκατάσταση

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477

Greek Monolingual

η (AM ἀποκατάστασις) αποκαθιστώ
1. επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση
2. αποκατάσταση της υγείας, πλήρης ανάρρωση
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση του μέλλοντος κάποιου
2. νοικοκύρεμα, παντρειά
3. η εγκατάσταση και οικονομική εξασφάλιση ακτημόνων, σεισμοπλήκτων, προσφύγων κ.λπ.
4. «αποκατάσταση αρχαίου κειμένου» — η επαναφορά αρχαίου κειμένου όσο γίνεται πλησιέστερα στην αρχική του μορφή με εξάλειψη σφαλμάτων αντιγραφέων ή μεταγενέστερων παρεμβολών
αρχ.
1. (για τον κοσμικό κύκλο) η περιοδική επαναφορά
2. η επανεμφάνιση του ήλιου ή της σελήνης μετά από έκλειψη.