κρεόζωτο
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
και κρεόσωτο, το
χημ. υγρό μίγμα φαινολών με έντονη οσμή το οποίο λαμβάνεται κατά την κλασματική απόσταξη διαφόρων ειδών πίσσας και το οποίο χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην οδοντιατρική και στη βιομηχανία ξύλου, αλλ. σωσίκρεας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. creosote < γερμ. < kreosot < kre- (πρβλ. κρεο- < κ(ρέας) + -sot (< σωτήρ)].