κομιτάτο
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
το (Α κομιτᾱτον)
νεοελλ.
επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό της πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο»)
αρχ.
ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].