κομιτάτο

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source

Greek Monolingual

το (Α κομιτᾱτον)
νεοελλ.
επαναστατική οργάνωση που επιδίωκε την επίτευξη ορισμένων σκοπών συνήθως για το καλό της πατρίδας της (α. «βουλγαρικό κομιτάτο» β. «νεοτουρκικό κομιτάτο»)
αρχ.
ακολουθία, ιδίως αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. comitato. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].