κρεανομώ

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498

Greek Monolingual

κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) κρεανόμος
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα της θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῡμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», Θεόκρ.).