λαφυραγωγός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A carrying off booty, Sch.D Il. 4.128, Sch.ib.10.460, prob. l. for φυγαγ- in Polyaen.8.16.6.
German (Pape)
[Seite 19] Beute wegführend, machend, Schol. Il. 10, 460; nach Lob. zu Phryn. p. 383 bei Polyaen. 8, 16, 6 für φυγαγωγός zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰφῡρᾰγωγός: -όν, ὁ λαφυραγωγῶν, ὁ κομίζων λάφυρα, πιθ. γραφ. ἀντὶ φυγαγωγὸς παρὰ Πολυαίν. 8. 16, 6, πρβλ. Σχολ. Ἰλ. Κ. 460. Σχολ. Λυκόφρ. 985.
Greek Monolingual
-ό (AM λαφυραγωγός, -όν)
αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός].