κυκλάς
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A encircling, αὶ Κυκλάδες νῆσοι the Cyclades, islands in the Aegaean Sea, which encircle Delos, Hdt.5.31, Th.1.4, Isoc.4.136, 12.43, cf. Theoc.17.90, Str.10.5.1: without νῆσοι, Th.2.9; so Κυκλάδας νησαίας πόλεις the cities of those islands, E.Ion1583. 2 recurrent, of Time, Orph.H.53.7. II Subst. κυκλάς (sc. ἐσθής), ἡ, a woman's garment with a border all round it, Prop.4(5).7.40. 2 part of an irrigation-machine, PLond.3.776.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1526] άδος, ἡ, rund, kr e i ssörmig, Orph. u. Nonn. oft; auch mit masc. verbunden, κόσμος Paul. Sil. amb. 162; – sich im Kreise bewegend, umkreisend, ὧραι, Nonn., wie Eur. Alc. 448, die im Kreislaufe wiederkehrenden Jahreszeiten; τέχνη, die Kunst, die Lanze im Kreise zu schwingen, D. 22, 208 u. öfter; – sc. ἐσθής, ein Staatskleid der Frauen, mit rund herumlaufendem Saume. – Im Kreise herumliegend, νῆσοι, Eur. Ion 1583, bes. die kykladischen Inseln des ägäischen Meeres, vgl. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλάς: -άδος, ἡ, στρογγύλος, κυκλοτερής, κυκλικός· καὶ ἐπὶ χρόνου, ἐπανερχόμενος κυκλικῶς, ἐπανερχόμενος τακτικῶς, ὥρα Εὐρ. Ἄλκ. 449· αἱ Κυκλάδες (δηλ. νῆσοι), αἱ ἐν τῷ Αἰγαίῳ νῆσοι ὡς οὖσαι κύκλῳ τῆς Δήλου, Ἰσοκρ. 68D, 241C, πρβλ. Στράβ. 485· οὕτω κυκλάδας νησαίας πόλεις, τὰς ἐπὶ τῶν νήσων ἐκείνων πόλεις, Εὐρ. Ἴων 1583· ― κ. νοῦσος, δηλ. ἡ περιτομή, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 89· ― ὡς ἀρσεν., κυκλάδι κόσμῳ Παύλου Σιλ. Ἄμβων 162. 2) ὡς οὐσιαστ. κυκλὰς (ἐξυπακ. ἐσθής), ἡ, γυναικεῖον ἔνδυμα ἔχον περιθώριον ὁλόγυρα, Propert. 4. 7, 36· ― ἴδε ἐν λ. νῆσος.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
1 circulaire ; subst. ἡ κυκλάς rond, circonférence ; αἱ Κυκλάδες (νῆσοι) les Cyclades, îles de la mer Égée, disposées circulairement autour de Délos;
2 fig. qui accomplit une révolution circulaire en parl. du temps.
Étymologie: κύκλος.
Greek Monolingual
κυκλάς, -άδος, ἡ (Α) κύκλος
1. (για την ώρα) αυτή που επανέρχεται κυκλικά
2. αυτή που περικυκλώνει κάτι
3. αυτή που περιβάλλεται από κάτι
4. μέρος αρδευτικής μηχανής
5. ως ουσ. είδος γυναικείου ενδύματος με κράσπεδο
6. φρ. «κυκλάς νοῡσος» νόσος που διαρκεί για πολύ.