ερωτομανία

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπόνοια δεινόν ἐστιν ἀνθρώποις κακόνsuspicion is a terrible evil for people

Source

Greek Monolingual

και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) ερωτομανής
μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας
νεοελλ.
παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο.