λεπτομέρεια

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτομέρεια Medium diacritics: λεπτομέρεια Low diacritics: λεπτομέρεια Capitals: ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ
Transliteration A: leptoméreia Transliteration B: leptomereia Transliteration C: leptomereia Beta Code: leptome/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A a consisting of small particles, Ti.Locr.98e, Placit. 1.7.34, al.; of the soul, Epicur.Ep.1p.20U.

German (Pape)

[Seite 30] ἡ, das Bestehen aus seinen Theilen; Tim. Locr. 98 e; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτομέρεια: ἡ, τὸ συνίστασθαι ἐκ μικρῶν μερῶν, Τίμ. Λοκρ. 98Ε, Πλούτ. 2. 822Α.

Greek Monolingual

η (AM λεπτομέρεια Α και λεπτομερία) λεπτομερής
νεοελλ.
1. μικρό, ιδίως δευτερεύον και επουσιώδες, μέρος ενός συνόλου («συζητήθηκαν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου»)
2. συν. στον πληθ. οι λεπτομέρειες
οι μερικότητες, τα επιμέρους, τα καθέκαστα
3. φρ. «με κάθε λεπτομέρεια» — λεπτομερώς, επακριβώς
μσν.-αρχ.
το να αποτελείται κάτι από μικρά μέρη.