λούστης

From LSJ
Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λούστης Medium diacritics: λούστης Low diacritics: λούστης Capitals: ΛΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: loústēs Transliteration B: loustēs Transliteration C: loystis Beta Code: lou/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one fond of bathing, of certain birds, opp. κονιστικοί, Arist.HA 633a29; ἀωρὶ λ. M.Ant.1.16.

Greek (Liddell-Scott)

λούστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν ἢ συνηθίζων νὰ λούηται, ἐπί τινων πτηνῶν, ἀντίθ. τῷ κονιστικοί, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime à se laver ou à se baigner.
Étymologie: λούω.

Greek Monolingual

λούστης, ὁ (Α)
1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά
2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. του λούω) + κατάλ. -της].