λιτότητα

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η (Α λιτότης, -ητος) λιτός (I)]
1. η ιδιότητα του λιτού, η απλότητα, το απέριττο, η ολιγάρκεια
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο εκφράζεται αρνητικά μια έννοια ως στενότερη αυτής που υπονοείται, λ.χ.: α) «δεν είναι κακός»
β) «μὴ ἀξύνετος εἶναι» (Θουκ.)
νεοελλ.
1. πενιχρότητα, φτώχεια
2. περιορισμός κατανάλωσης και αποφυγή άσκοπης σπατάλης ή πολυτέλειας («μέτρα λιτότητας»).