μέταζε

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέταζε Medium diacritics: μέταζε Low diacritics: μέταζε Capitals: ΜΕΤΑΖΕ
Transliteration A: métaze Transliteration B: metaze Transliteration C: metaze Beta Code: me/taze

English (LSJ)

Adv., (μετά)

   A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v. l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.

Greek (Liddell-Scott)

μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύμετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).

French (Bailly abrégé)

adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.

Greek Monolingual

μέταζε (Α)
επίρρ.
1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα
2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε
μετὰ ταῡτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε)].