ματώ

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

(I)
ματῶ, -άω (Α) μάτη
1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.)
2. είμαι μάταιος, ανώφελος
3. αποτυγχάνω σε κάτι.———————— (II)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
(σπάν.τ.) βλ. ματεύω.———————— (III)
ματῶ, -έω, αιολ. τ. μάτημι (Α)
συνθλίβω, πιέζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ματῶ μπορεί να παραβληθεί ως προς τη μορφή με το ματῶ (II) και με το πατῶ. Ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mn-tr- «πιέζω, συνθλίβω» (πρβλ. λιθουαν. minu, minti «πιέζω», αρχ. σλαβ. mĭne, meti «συνθλίβω», ιρλδ. men «αλεύρι», γαλατ. mathru «πατώ με τα πόδια»)].