λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
το (Α ἀκάτιον) ἄκατος
μικρή άκατος, μικρό πλοίο
αρχ.
1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46)
2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2)
3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.)
4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος (Φρύνιχος).