ἄλγημα

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλγημα Medium diacritics: ἄλγημα Low diacritics: άλγημα Capitals: ΑΛΓΗΜΑ
Transliteration A: álgēma Transliteration B: algēma Transliteration C: algima Beta Code: a)/lghma

English (LSJ)

τό,

   A pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19; οὐκ ἔστι λύπης ἄ. μεῖζον Men.667.

German (Pape)

[Seite 90] τό, Schmerz, Soph. Phil. 340. 1155; Men. bei Stob. Floril. 99, 7; Plut. Sull. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλγημα: τό, πόνος ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, πόνος, πάθημα, Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dolor físico, παροξύνονται τὰ ἀλγήματα Hp.VM 6, cf. Acut.19, ἀ. ναρκῶδες Plu.Sull.26, cf. Epicur.Sent.[5] 29, Plot.6.1.19
c. gen. μετώπου Hp.Coac.262, σκελέων Hp.Acut.(Sp.) 2, ὅλου τοῦ σώματος D.54.11, τῶν ὀδόντων Archig. en Gal.12.876, τοῦ ποδός PBremen p.130.5 (II d.C.), τῆς γαστρός I.AI 19.350, ἀκοῆς Ph.1.693
c. otras constr. ἐς ἰσχία ἀ. Hp.Coac.291, περὶ τὸν νῶτον Arist.HA 512b18, cf. 25.
2 pena, sufrimiento moral παλαιὸν ἄλγημα S.Ph.1170, cf. 340, E.Fr.507, Men.Fr.848, LXX Ec.1.18.

Greek Monolingual

ἄλγημα, το (Α) ἀλγῶ
πόνος (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), οδύνη.