ἀλείπτης

From LSJ
Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλείπτης Medium diacritics: ἀλείπτης Low diacritics: αλείπτης Capitals: ΑΛΕΙΠΤΗΣ
Transliteration A: aleíptēs Transliteration B: aleiptēs Transliteration C: aleiptis Beta Code: a)lei/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A anointer: hence (cf. ἀλείφω 1) trainer in gymnasia, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, Sammelb.4224.7 (i B. C.), Plu.2.133b.    2 metaph., οἱ ἀθληταὶ τῆς ἀρετῆς μὴ ψεύσαντες τοὺς ἀλείπτας νόμους Ph. 2.409; teacher, τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4; τῆς κακίας S.E.M.1.298.    3 Lat. aliptes, bath-attendant, Juv.6.422.

German (Pape)

[Seite 91] ὁ, der Salber, bes. in den Ringschulen der Ringmeister, welcher die Ringenden salben läßt u. die Uebungen leitet, Arist. Eth. 2, 6, 7; Pol. 27, 6, 1; Arr. Epict. 3, 10, 1 u. öfter; aliptes, Cic. fam. 1, 9. Dah. übh. Lehrmeister, τῶν πολιτικῶν Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείπτης: -ου, ὁ ἀλείφων ἢ χρίων, ἐντεῦθεν (πρβλ. ἀλείφω Ι.), ὁ διδάσκαλος τῶν ἀθλητῶν ἐν τοῖς γυμνασίοις, Λατ. aliptes, lanista, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2, 6, 7, Πολύβ. 27 6,1, Συλλ. Ἐπιγρ. 418, καὶ ἀλλ. 2) μεταφ., διδάσκαλος, τῶν πολιτικῶν, Πλουτ. Περικλ. 4· τῆς κακίας, Σέξτ. Ἐμπ. 1, 298· πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 133Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 celui qui frotte d’huile ; maître de gymnase;
2 fig. maître, instituteur.
Étymologie: ἀλείφω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: pap. frec. graf. ἀλίπ-
1 frotador de ungüentos, masajista, preparador físico en el gimnasio, Arist.EN 1106b1, Plb.27.7.1, SB 4224.7 (I a.C.), Plu.2.133b, PAgon.6.72, 73 (II d.C.), SB 7336.21 (III d.C.), de aurigas POxy.2598ue.2 (III/IV d.C.)
fig. τῶν πολιτικῶν Plu.Per.4, τῆς κακίας S.E.M.1.298, οἱ ἀλεῖπται νόμοι las leyes que actúan como entrenadoras Ph.2.409.
2 servidor del baño Iuu.6.422.
3 revocador, enlucidor Eust.764.15.

Greek Monolingual

ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια)
1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι
2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής
3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλειπτικός.