αλευρικό
From LSJ
το
1. δοχείο αλεύρων
2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων
3. κόσκινο, σήτα
4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι
5. παρασκεύασμα από αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παραγ. κατάλ. -ι-κό, πρβλ. επίσης αλάτι-αλατικό, λάδι-λαδικό].