αλλοφρονώ Search Google

From LSJ
Revision as of 06:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

(Α ἀλλοφρονῶ, -έω) ἀλλόφρων
κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ
αρχ.
1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι
2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος
3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου.