νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
(Α ἀλλοφρονῶ, -έω) ἀλλόφρων
κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ
αρχ.
1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι
2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος
3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου.