αμάξι
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
το (Α ἁμάξιον)
1. μικρή άμαξα, αμαξάκι ή απλώς άμαξα
2. νεοελλ. αυτοκίνητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμάξιον, υποκορ. της λ. ἅμαξα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμαξιά.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμαξόδρομος].